Το ποίημα είναι τεράστιο, οπότε παραθέτω ένα απόσπασμα μόνο και όποιος θέλει ακολουθεί το link για περισσότερα.
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΑ'
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ
Πάνω στην πλώρη την φαρδιά, την διπλοσκαλισµένη
κάθεται ο Οδυσσεύς µε την καρδιά σκισµένη
µήνες τον εβασάνησαν πείνα και ταλαιπωρία
και τ' άλλο το χειρότερο το λογαριάζει χώρια.
Έχει καιρό να δει µουνί, κι αυτό 'ναι που τον σκιάζει
για το φαΐ και το πιοτό δεν το πολυνοιάζει
ο δύστυχος ο Οδυσσεύς όπου 'χε συνηθίσει
κι απ' το µουνί τον έβγαζε µόνο να κατουρήσει.
Εκτός από την γυναίκα του που ήταν θεοκόµµατος
είχε γαµήσει και µουνιά κάθε λογής και χρώµατος.
Αυτός που τόσες πέρασαν απ΄ τον χοντρό του ψώλο
τους άνδρες να παρακαλεί για να του δώσουν κώλο.
Αυτά καθώς σκεφτότανε µε κάβλα και µε πάθος
ξάφνου ακούστηκε φωνή -νησί µπροστά στο βάθος.-
Ο Οδυσσεύς τινάχτηκε του φάνηκε σαν ψέµα
είδε αµέσως το νησί, µε το έµπειρό του βλέµµα.
∆ίχως να πάψει µια στιγµή προς τη στεριά να βλέπει
το βρώµικο το χέρι του έβαλε µέσ' την τσέπη
κι έβγαλε πάπυρο παλιό και χιλιοδιπλωµένο
χάρτη καλό που ναυτικός τον είχε καµωµένο.
Μα πριν του ρίξει µια µατιά να δει µην είναι η ∆ήλος
σηκώθηκε η ψωλάρα του και γίνηκε σαν στύλος
έσκισε τον χιτώνα του, βγήκε έξω η µισή
και γέρνοντας στα αριστερά του 'δειξε το νησί.
Τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς απ΄ της ψωλής τους τρόπους
πως στις σειρήνες φτάσανε που τρώγανε και ανθρώπους
µα των σειρήνων το νησί δεν ήταν τίποτ' άλλο
παρά µπουρδέλο υπαίθριο πάρα πολύ µεγάλο
γιατί εκείνο τον καιρό τους έπιασε µια τρέλα
και µ' ένα διάταγµα αυστηρό κλείσανε τα µπουρδέλα
όλες τις πόρνες µάζεψαν απ' τα κρυφά τους άντρα
και τις αφήσαν στο νησί µονάχες δίχως άνδρα.
Απ' την πολλή την κάβλα τους ουρλιάζανε κι εκείνες
και απ' την βοή που κάνανε τις βγάλανε σειρήνες
δίχως να εξετάσουνε, δίχως µεγάλους κόπους
έγραψαν οι ιστορικοί πως τρώγανε κι ανθρώπους.
Θεοί, τι ψέµα φοβερό, εκείνες οι καηµένες
άνδρες σαν φτάσαν στο νησί κάναν σαν λυσσασµένες
µε περιποίηση πολλή τους παίρναν στην αυλή τους
και εκεί βεβαίως τρώγανε, µα µόνο το καβλί τους.
Αυτό το ήξερ' ο Οδυσσεύς κι είχε χαρά µεγάλη
δεν είπε όµως τίποτα να µην το µάθουν οι άλλοι
έδεσε τους συντρόφους του, τους βούλωσε τ' αυτιά
πετάει και τα ρούχα του και ρίχνει µια βουτιά
κολύµπαγε ανάσκελα γρήγορα µε τετάρτη
κι ο καβλωµένος πούτσος του φάνταζε σαν κατάρτι
αυτές τον βλέπουν να 'ρχεται στριµώχνονται σαν βόδια
ξαπλώνουν όλες στην ακτή κι ανοίγουνε τα πόδια.
Σαν φτάνει κείνος στη στεριά είν' απ' την κάβλα µαύρος
γαµεί δεξιά κι αριστερά και ορµάει σαν ταύρος
τις γάµησε επτά φορές µέσα σε µία ώρα
και για όγδοη πήγαινε γιατί είχε πάρει φόρα
µα κείνες ξεκαβλώσανε τους πέρασε η κάβλα
και στο τρελό γαµήσι του 'βαλαν τελεία-παύλα
µέσα στο δάσος τρέξανε κρυφτήκανε µε βιάση
κι άδικα ψάχνει ο Οδυσσεύς καµιά για να πιάσει.
Γυρίζει όλο το νησί ψάχνοντας µε κακία
κι αφού δεν βρίσκει πια καµιά βαράει μ@λ@κία
κι έφτασε στους συντρόφους του ταχύς µε µακροβούτια
κι άρχισε να τους φιλά να τους κρατά τα µπούτια
κοιτάει τους συντρόφους του µε µάτια λαµπερά
φουσκώνοντας τ' αρχίδια του τα µαύρα λαµπερά
έτσι δεµένους στ' άλµπουρο πλησίασε µε δόλο
και έναν-έναν στη σειρά τους γάµησε τον κώλο.
Ολόκληρο θα το βρείτε εδώ.