Ποίηση

Πέρα από τα βιβλία της σχολής (Φυσική, Ανάλυση, Madame Figaro, Cosmopolitan, PlayStation κλπ) υπάρχουν και λογοτεχνικά βιβλία! Ναι ρε, αλήθεια είναι!

Συντονιστής: meleneemil

Άβαταρ μέλους
mplamplampla
Δημοσιεύσεις: 274
Εγγραφή: Δευ Οκτ 06, 2008 2:46 pm
Real Name: Kiriakos Tsimplidis
Gender: Male
Facebook ID: 0

Re: Ποίηση

Δημοσίευση από mplamplampla »

Όλα ψεύτικα και προσποιητά,
γέμισε με λόγια η ζωή μου,
δε μπορώ να δω και ούτε να σου πω,
ποιοι ήτανε εντάξει απέναντι μου,

Τι άνθρωποι είναι αυτοί,
που λένε ότι τάχα σ' αγαπάνε,
μα πίσω από την πλάτη σου γελάνε,
τι άνθρωποι είναι αυτοί,
που εύκολα μπορούν να σε πουλάνε,

Μα τέτοια ήσουν και συ,
τέτοια ήσουν και συ,
και 'χεις καταστρέψει τη ζωή μου,
μα τέτοια ήσουν και συ,
σκάρτη στην ψυχή,
και άδικη πολύ απέναντι μου,

Όλοι ευγενικοί, χαμογελαστοί,
ότι θες ν' ακούσεις θα σου πούνε,
ότι κι αν συμβεί, πάντοτε αυτοί,
κερδισμένοι να 'ναι προσπαθούνε,

Τι άνθρωποι είναι αυτοί,
που λένε ότι τάχα σ' αγαπάνε,
μα πίσω από την πλάτη σου γελάνε,
τι άνθρωποι είναι αυτοί,
που εύκολα μπορούν να σε πουλάνε,

Μα τέτοια ήσουν και συ,
τέτοια ήσουν και συ,
και 'χεις καταστρέψει τη ζωή μου,
μα τέτοια ήσουν και συ,
σκάρτη στην ψυχή,
και άδικη πολύ απέναντι μου,

Μα τέτοια ήσουν και συ,
τέτοια ήσουν και συ,
και 'χεις καταστρέψει τη ζωή μου,
μα τέτοια ήσουν και συ,
σκάρτη στην ψυχή,
και άδικη πολύ απέναντι μου,

Μα τέτοια ήσουν και συ,
τέτοια ήσουν και συ,
και 'χεις καταστρέψει τη ζωή μου,
μα τέτοια ήσουν και συ,
σκάρτη στην ψυχή,
και άδικη πολύ απέναντι μου.

Φοίβος
Μαγείρευε μαγείρευε μπας και βγει το αποτέλεσμα...

Και το μπικίνι ΤΕΛΕΙΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ!

Μη ξεχάσετε να δώσετε συγχαρητήρια!
http://www.fthis.gr/article/272800/o-gi ... aristeyei-
giorgos13
Δημοσιεύσεις: 2
Εγγραφή: Τρί Σεπ 25, 2012 4:59 pm
Real Name: Giorgos
Gender: Male
Facebook ID: 0

Re: Ποίηση

Δημοσίευση από giorgos13 »

Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.


Κ.Π. Καβάφης
Άβαταρ μέλους
antony07
Forum Moderator
Forum Moderator
Δημοσιεύσεις: 1673
Εγγραφή: Τετ Νοέμ 15, 2006 4:37 pm
Real Name: Αντώνης
Gender: Male
Facebook ID: 0
Τοποθεσία: Uncertain (by principle)
Επικοινωνία:

Re: Ποίηση

Δημοσίευση από antony07 »

Συμφωνία ἄρ. 1

Ὕστερα εἴδαμε πὼς δὲν ἤτανε πρόσωπα
μὰ οἱ σιωπηλὲς χειρονομίες τοῦ ἡλιοβασιλέματος…
σὰν ἕνας θεὸς ποὺ τὸν ξέχασαν κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου
καλοῦσε βοήθεια.

Ὁ οὐρανὸς ἀμίλητος καὶ σταχτὺς
τὸ ἴδιο ἀδιάφορος καὶ γιὰ τοὺς νικητὲς καὶ γιὰ τοὺς νικημένους.
Εἶδες ποτέ σου μὲς στὰ μάτια τῶν νικημένων στρατιώτων
τὴν πικρὴ θέληση νὰ ζήσουν!

Ἡ δυστυχία σὲ κάνει πάντα νὰ ἀναβάλεις – ἔφυγε ἡ ζωή.
οἱ φίλοι εἶχαν χαθεῖ
κι οἱ ἐχθροὶ ἦταν μικρόψυχοι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρέφεσαι ἀπ᾿ τὸ μῖσος σου…

…καὶ τὰ μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικὰ
ἀπὸ τοὺς παλιοὺς λησμονημένους θεοὺς καὶ τὶς παντοδύναμες
παιδικὲς εὐπιστίες…

Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.

Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.

Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.

Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.

Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…

Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.

Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.

…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…
Συχώρα μέ, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω.

Μισῶ τὰ μάτια μου ποὺ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου…

Ἡ πλατεῖα θὰ μείνει ἔρημη
σὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλα τάδωσε, κι ὅταν ζήτησε κι αὐτὴ
λίγη ἐπιείκεια
τῆς τὴν ἀρνήθηκαν.

Χωρὶς ὄνειρα νὰ μᾶς ξεγελάσουνε καὶ δίχως φίλους πιὰ
νὰ μᾶς προδώσουν…

Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Ή
ἕνα θάνατο
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…


Τάσος Λειβαδίτης
"Ωραία παιδιά κατάχαμα κυλάει
το πιο ωραίο ρόδο απ' το στεφάνι σας
αδράξτε κάθε τι που προσπερνάει
μα αν σε βιτρίνα εμπρός βρεθεί η χάρη σας
ή σε γκισέ, φυλάξτε το τομάρι σας
θυμάστε, Colin de Cayeux τον λέγανε
το άσυλο εμπιστεύτηκε ναι σαν κι εσάς,
σημάδεψε ο μπάτσος και τον ξέκανε
"
Άβαταρ μέλους
antony07
Forum Moderator
Forum Moderator
Δημοσιεύσεις: 1673
Εγγραφή: Τετ Νοέμ 15, 2006 4:37 pm
Real Name: Αντώνης
Gender: Male
Facebook ID: 0
Τοποθεσία: Uncertain (by principle)
Επικοινωνία:

Re: Ποίηση

Δημοσίευση από antony07 »

Σύννεφο με παντελόνια (Αποσπάσματα)


Vladimir Mayakovsky
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος



Σ’ εσένα Λιλή

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξυγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου
φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω,
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί !..
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Ομως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα ;

Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογον υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κ’ εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα – ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού
μαγειρικής.

Θέλετε-
θάμαι ακέριος όλο κρέας, λυσσασμένος,
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θάμαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νομίζετε ίσως πως παραμιλάει ο πυρετός;
Εγινε.
Εγινε στην Οντέσσα.
“Θάρθω στις τέσσερις”, είπε η Μαρία.
Οχτώ
Εννέα
Δέκα

Να και το βράδυ
έφυγε απ’ το παράθυρο
μες στ’ ανατρίχιασμα της νύχτας
κατσουφιασμένο

δεκεμβριανό.
Πίσω απ’ την ξαχαρβαλωμένη πλάτη
χλιμιντράν χαχανίζουν τα πολύφωτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και να τεράστιος
καμπουριάζω στο παράθυρο
λυώνοντας με το κούτελο το τζάμι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ακόμα, ακόμα,
με το πρόσωπο ζουληγμένο
πάνω στο βλογιοκομμένο πρόσωπο της βροχής,
περιμένω
πιτσιλισμένος απ’ τον κεραυνό
των παυλασμών της πολιτείας.

Το μεσονύχτι
σειώντας το γυμνό μαχαίρι του,
έφτασε,
τον έσφαξε.
Πετάχτε τον.

Επεσε κ’ η δωδέκατη ώρα
σάμπως κεφάλι εκτελεσμένου απ’ το ικρίωμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αξαφνα
οι πόρτες τρίζουν
σα να χτυπάνε από το κρύο τα δόντια της εισόδου.

Μπήκες εσύ,
απότομα σαν ένα “πάρ’ το”
βασανίζοντας το σεβρό του γαντιού σου
κ’ είπες:
” Ξέρετε-
παντρεύομαι”.
Τι να γίνει, παντρευτείτε.
Δεν πειράζει.
Θα κάνω κουράγιο.
Βλέπετε – τι ήρεμος που είμαι!
Σαν το σφυγμό
ενός νεκρού
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Πάλι ερωτευμένος θα ριχτώ στο γλεντοκόπι,
πυρπολώντας το τόξο των φρυδιών μου.
Τι να γίνει;
Και σ’ ένα σπίτι καμμένο
ζούνε καμμιά φορά άστεγοι αλήτες.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Αλό, αλό!
Ποιος εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα,
ο γιος σας είναι εξαίσια άρρωστος
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς.
Πέστε στις αδερφές, τη Λιούντα και την Ολια,
δεν έχει πια που ν’ απαγγιάσει.
Κάθε λέξη,
ακόμα κ’ ένα αστείο
που φτύνει απ’ το καψαλιασμένο στόμα του,
πετάγεται έξω σαν πόρνη γδυτή
απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Στο πρόσωπο που ακόμα καίγεται,
απ’ τη σκισμάδα των χειλιών,
ένα μικρό – μικρό φιλί απανθρακωμένο
προβαίνει να ριχτεί στο δρόμο.
Μητέρα.
Δεν μπορώ να τραγουδήσω.
Στο παρεκκλήσι της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Στερνή κραυγή-
κάνε τουλάχιστον εσύ,
μες απ΄ τη φλόγα που σε καίει,
ν’ αντιλαλήσει ο στεναγμός σου
στους αιώνες!

Δοξάστε με.
Δεν είμαι ταίρι εγώ των ισχυρών.
Εγώ επάνω σ’ όλα που έχουν γίνει
βάζω “μηδέν”
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ετούτοι
τσαγκρουνώντας ρίμες στο βιολί τους,
βράζουν έρωτες κι αηδόνια
για να βγάλουν δυο δάχτυλα ζουμί.
Ενώ ο δρόμος
δίχως γλώσσα κουλουριάζεται.
Δεν έχει με τι να φωνάξει.
Δεν έχει μα τι να μιλήσει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ο δρόμος
στριμώχνει σιωπηλά τα βάσανά του.
Η φωνή του
σαν κόκκαλο ψαριού στο λαρύγγι του.
Η πολιτεία αμπάρωσε τον δρόμο με σκοτάδι.

Και στο στόμα
σαπίζουν τα μικρά πτώματα
των πεθαμένων λέξεων,
και δύο μονάχα ζουν
χοντραίνοντας,
“τσογλάνι”,
και μια άλλη ακόμα,
θαρρώ:
“ψωμί”.

Οι ποιητές
που μούλιασαν στα κλάματα και στ’ αναφυλλητά
λακήσαν απ’ το δρόμο
τινάζοντας ακατάδεκτα τα τσουλούφια τους.
“Πως με δυο τέτοιες λέξεις
να τραγουδήσεις
την δεσποινίδα
και τον έρωτα
και το τριανταφυλλάκι με τις δροσοσταλίδες;”

Και πίσω από τους ποιητές
τρέχουν τα πλήθη του δρόμου:
Φοιτητές,
πόρνες,
εργολάβοι.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ακούστε!
Κάνει το κήρυγμά του
με βογγητά και ουρλιάγματα
ο σύγχρονος φωνακλάς Ζαρατούστρας.
Εμεις
με πρόσωπο σαν αγουροξυπνημένο σεντόνι,
με χείλια κρεμασμένα σαν πολύφωτα,
Εμείς
οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών,
όπου η βρώμα και ο χρυσός γαγγραίνιασαν τη λέπρα,

Εμείς,
είμαστε πιο καθάριοι κι απ’ το κρούσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύνανε μαζί κ’ οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δε βρίσκονται
στους Ομήρους και στους Οβίδιους
ανθρώποι σαν και μας,
βλογιοκομμένοι απ’ την καπνιά.

Εμείς,
ο καθένας από μας,
κρατάμε μέσα στη γροθιά μας
τους κινητήριους ιμάντες του σύμπαντος.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Εγώ που η σύγχρονη γενιά μου γέλασε κατάμουτρα,
Διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.
Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.
Κι ανάμεσά σας είμαι εγώ
ο Πρόδρομός του,
κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.
Πάνω σε κάθε μια σταλαγματιά του νέφους των δακρύων
χω σταυρωθεί.

Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη.
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξεριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κ’ έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία.

Σήμερα πρέπει
με τη βαριά
ν’ αποτυπώνεσαι στο καύκαλο του κόσμου.
Εσείς που μοναχά μιάν έγνοια έχετε:
“είναι τάχα ο χορός μου κομψός;”
κοιτάχτε πως διασκεδάζω
εγώ -
ο χαρτοκλέφτης κι ο ρουφιάνος
της πλατείας.

Από σας
που χρόνια τώρα παπαριάζετε στον έρωτα
εγώ θα χωρίσω τα τσανάκια μου
τον ήλιο βάζοντας μονύελο
στ’ ορθάνοιχτό μου μάτι.
Μ’ απίθανο ρούχο ντυμένος
θα βαδίσω στη γης
και μπροστά μου δεμένον μ’ αλυσσίδα
θα κρατάω σα σκυλί τον Ναπολέοντα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Εϊ, σεις που σουλατσέρνετε,
βγάλτε τα χέρια από τις τσέπες.
Πάρτε μαχαίρι, πέτρα, μπόμπα,
κι αν είν’ κανείς σας δίχως χέρια
ναρθεί να χτυπηθεί με κουτουλιές.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Ολα πια είναι μιά τρέλλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Μαρία, Μαρία, Μαρία,
Ασε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις -
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
- πάλι -
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ’ το χτεσινό σου χάδι.

Μαρία. Ανοιξε. Πονάω.
Βλέπεις -
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.
Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ’ όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μια λέξη μεγάλη σαν το Θεό.

Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;
Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.

Χίλιες φορές θα στροβιλίσει ο ήλιος
σε χορό της γης,
όπως η Ηρωδιάδα
την κεφαλή του Βαπτιστή.
Κι όταν τα χρόνια μου
τα χορέψει ως το τέλος,
μ’ εκατομμύρια στάλες αίμα
θάχουν στρωθεί τα χνάρια μου στο δρόμο
ως το κατώφλι του Πατέρα.

Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.

Κοιτάχτε -
αποκεφάλισαν ξανά τ’ αστέρια -
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Εϊ, εσύ ! Ουρανέ !
Βγάλ’ το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.

Ησυχία !
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ’ τα τσιμπούρια των άστρων.
"Ωραία παιδιά κατάχαμα κυλάει
το πιο ωραίο ρόδο απ' το στεφάνι σας
αδράξτε κάθε τι που προσπερνάει
μα αν σε βιτρίνα εμπρός βρεθεί η χάρη σας
ή σε γκισέ, φυλάξτε το τομάρι σας
θυμάστε, Colin de Cayeux τον λέγανε
το άσυλο εμπιστεύτηκε ναι σαν κι εσάς,
σημάδεψε ο μπάτσος και τον ξέκανε
"
Jodtiriri
Δημοσιεύσεις: 1
Εγγραφή: Δευ Απρ 14, 2014 5:20 pm
Real Name: Dianelos
Gender: Male

Re: Ποίηση

Δημοσίευση από Jodtiriri »

Ο Χαλιβδωμένος

Και αν φωνάξεις δεν θ' ακούσεις
την ηχώ της ύπαρξής σου,
γιατί υπάρχει αυτός ο άλλος,
αλλά δεν είναι μαζί σου.

Κι αν κοιτάξεις δεν θα ακούσεις
της ψυχής σου τον καθρέπτη,
σκόρπιες σκέψεις της ζωής σου
που τις έσβησες με "νέφτι".

Και αν γευτείς δεν θα ακούσεις
της φιλίας το κρεσέντο,
μόχθους θα διαστρεβλώσεις
δίχως ένα φαλιμέντο.

Κι αν αγγίξεις δεν θα ακούσεις
του αίματός σου τη νοθεία,
εσκεμμένα αντιφάσκεις
στου μυαλού την εντροπία.

Κι αν διψάσεις δεν θα ακούσεις
τους χρωματισμούς θα λούσεις
κι όλα όσα δεν χωράνε
μόνο αν πιεις θα την ακούσεις.-

Cecco d'Ascoli (1257 – September 26, 1327)

Σημ1. Ο τίτλος αποτελεί ελεύθερη μετάφραση αρχαίας ιταλικής λέξης "moquettepishrabis" η οποία σήμαινε ότι κάποιος αισθάνεται αηδία και οργή όταν έρχεται σε επαφή με χαλιά (χαλιβδωμένος = χαλί + βδελύττομαι + μένος). Η ανωτέρω λέξη προέρχεται από την αρχαία ιταλική διάλεκτο, γνωστή ως "Καμουνιακή" (Camunic language), η οποία ομιλούνταν κατά την πρώτη χιλιετία μ.Χ. στις κοιλάδες της Βαλτελίνα στη βόρεια Ιταλία, μέρος στο οποίο έζησε και δημιούργησε ο ποιητής.
Σημ2. Το "νέφτι" πρόκειται για μεταγενέστερη προσθήκη λέξης, και αντικατάσταση της αρχικής, κατά τη δημιουργία αντιγράφων του ποιήματος από μεταγενέστερους λόγιους, η οποία, ως γνωστόν, προέρχεται από την περσική λέξη "νεφτ" που σημαίνει πετρέλαιο και η οποία είναι πολύ μεταγενέστερη. Αν και δεν γνωρίζουμε την αρχική λέξη, ιστορικοί και μελετητές αναφέρουν ως πιθανότερη τη λέξη "salivamacerare" η οποία σημαίνει διαλύω κάτι χρησιμοποιώντας σάλιο και τρίβοντας με το δάχτυλο.
Σημ3. Πλήρη ανάλυση του ποιήματος μπορεί να βρει κανείς στο "I primi poeti italiani" ("The Early Italian Poets") της Dante Gabriel Rossetti (χρονολογία έκδοσης 1861 μ.Χ.)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Λογοτεχνία”